ηρεμιστικός

ηρεμιστικός
-ή, -ό
αυτός που φέρνει ηρεμία: Ηρεμιστικά χάπια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηρεμιστικός — ή, ό [ηρεμίζω] 1. αυτός που μπορεί να ηρεμίσει κάποιον 2. (φαρμ.) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηρεμιστικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την εξηρέμηση ψυχικών καταστάσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από άγχος, υπερένταση και αυξημένη κινητικότητα …   Dictionary of Greek

  • αναλγητικός — ή, ό [ανάλγητος] 1. αυτός που εξαλείφει την αίσθηση τού πόνου, καταπραϋντικός, ηρεμιστικός 2. (ο πληθυντικός τού ουδετέρου ως ουσιαστικό) τα αναλγητικά* φαρμακευτικές ουσίες που ανακουφίζουν τον πόνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”